Φοιτητική άνοιξη εναντίον νεοφιλελεύθερου χειμώνα

Και η Λατινική Αμερική είχε το «υπόδειγμά» της: τη Χιλή, τη χώρα που προχώρησε πιο πολύ στον δρόμο του νεοφιλελευθερισμού. Σήμερα, όμως, ακόμα και αυτό το υπόδειγμα σταθερότητας κλονίζεται. Ξεσηκωμένη από τους φοιτητές, η κοινωνία της Χιλής απαιτεί διαφορετική πολιτική. Και, όπως λέγεται, δεν θα δίσταζε πια να επικαλεστεί τη μνήμη κάποιου Σαλβαδόρ Αλιέντε…
Η Χιλή απολαμβάνει την άνοιξη. Και όχι μόνο επειδή, στο νότιο ημισφαίριο, ο Οκτώβριος σημαίνει την επιστροφή των φύλλων στα δέντρα, του γλυκού καιρού και των ζευγαριών που αγκαλιάζονται με φόντο τις χιονισμένες κορυφές των βουνών. Από την αρχή του χρόνου, η κοινωνία της Χιλής αρχίζει να τινάζει από πάνω της τον νεοφιλελεύθερο χειμώνα, ξεκινώντας αυτό που πολλοί δεν διστάζουν να ονομάσουν «ειρηνική επανάσταση».
Το επίκεντρο της άνοιξης εντοπίζεται μπροστά στο Πανεπιστήμιο της Χιλής, στο Σαντιάγο. Το κτήριο είναι γεμάτο πανό που ζητούν «δωρεάν και ποιοτική εκπαίδευση», πού και πού ένα ροκ συγκρότημα σκορπίζει χαρούμενες νότες στο τεράστιο πεζοδρόμιο, το άγαλμα του συγγραφέα και ποιητή Αντρές Μπέγιο, ιδρυτή του πανεπιστημίου, έχει καλυφθεί με μπογιές, όπως και το άγαλμα του Βικτόρ Ουγκό στη Σορβόνη του 1968. Από τον Μάιο, το φοιτητικό κίνημα έχει διογκωθεί, οργανώνοντας απεργίες και διαδηλώσεις σε ολόκληρη τη χώρα. Στις 3 Σεπτεμβρίου, μάλιστα, οι ηγέτες του διαπραγματεύονταν απευθείας με τον πρόεδρο της δημοκρατίας, Σεμπαστιάν Πινιέρα -ο οποίος, μέχρι τότε, αρνιόταν κάτι τέτοιο- σε μια συνάντηση που απέβη άκαρπη. Πραγματικά, την προηγούμενη ημέρα, ένα αεροπορικό δυστύχημα είχε προκαλέσει τον θάνατο 21 ανθρώπων. Το διήμερο εθνικό πένθος έθεσε προσωρινά σε δεύτερο πλάνο την πολιτική συζήτηση.
«Το κίνημα αυτό εξέπληξε την κοινωνία» παρατηρεί ο Κάρλος Ομινάμι, οικονομολόγος και υπουργός Οικονομίας στην κυβέρνηση του χριστιανοδημοκράτη Πατρίσιο Αϊλουίν, μεταξύ 1990 και 1992. «Περισσότεροι από 200.000 άνθρωποι κατέβηκαν στον δρόμο. Οι οικογένειες έρχονταν να διαδηλώσουν μαζί με τους νέους». Ο Γκαμπριέλ Μουνιός, συντονιστής του κινήματος στη φιλοσοφική σχολή, συνοψίζει: «Οι φοιτητές βρίσκονται σε κινητοποιήσεις εδώ και τέσσερις μήνες για να καταγγείλουν τη νεοφιλελεύθερη λογική στην παιδεία, για την επαναφορά της δωρεάν εκπαίδευσης και την πρόσβαση των εργατών σε αυτή. Απέναντί τους βρίσκεται μια κυβέρνηση που υπερασπίζεται τα συμφέροντα των επιχειρήσεων και των ισχυρών».
Ωστόσο, οι κοινωνικές κινητοποιήσεις δεν περιορίζονται στην εντυπωσιακή εξέγερση των γόνων των μεσαίων στρωμάτων. Από τον Ιανουάριο του 2011, η πόλη Πούντα Αρένας, στο νοτιότερο τμήμα τής μήκους 4.300 χιλιομέτρων χώρας, ξεσηκώθηκε για να διαμαρτυρηθεί ενάντια στην απότομη αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου. Για μία εβδομάδα, οι κάτοικοι παρέλυσαν την πόλη, προχωρώντας σε γενική απεργία.
ΤΑ ΦΡΑΓΜΑΤΑ
Στη συνέχεια, τον Απρίλιο και τον Μάιο, οι δρόμοι του Σαντιάγο πλημμύρισαν από τις διαδηλώσεις ενάντια στα σχέδια κατασκευής υδροηλεκτρικών φραγμάτων στην Παταγονία: σε μια χώρα όπου η οικολογία δεν είχε ποτέ διεισδύσει πραγματικά στα πολιτικά προγράμματα, περισσότεροι από 80.000 άνθρωποι δήλωσαν στον δρόμο την εναντίωσή τους στην καταστροφή της παρθένας φύσης. Από τον Μάιο, η φοιτητική διαμαρτυρία διογκωνόταν, με την υποστήριξη της πλειοψηφίας του χιλιανού λαού, και οδηγούσε στην ανοιχτή αμφισβήτηση του πολιτικού συστήματος, γεγονός που είχε να συμβεί από το τέλος της δικτατορίας, το 1990 (1).
Το κίνημα «Παταγονία χωρίς φράγματα» εναντιωνόταν στο σχέδιο HidroAysen: πέντε μεγάλα φράγματα θα κατασκευάζονταν στους ποταμούς Πάσκουα και Μπάκερ, με σκοπό να τροφοδοτήσουν με ηλεκτρικό ρεύμα τις εταιρείες εξόρυξης στο βόρειο τμήμα της χώρας. Μια γραμμή υψηλής τάσης θα διέσχιζε τη Χιλή σε μήκος 2.300 χιλιομέτρων για να μεταφέρει το ηλεκτρικό ρεύμα. Η πρωτοβουλία αυτή, στην οποία αντιδρούσε για περισσότερα από τρία χρόνια ένα συντονιστικό διαφόρων οικολογικών οργανώσεων, έγινε αποδεκτή χωρίς ενστάσεις από την κυβέρνηση. Μέχρι που οι μαζικές διαδηλώσεις του Μαΐου αλλάζουν τα δεδομένα: ο Πινιέρα αναγκάζεται να σταματήσει το σχέδιο, αναβάλλοντας την απόφαση για έναν χρόνο.
Πώς να ερμηνευθεί η απροσδόκητη αυτή εξέγερση; Για τον Ραούλ Σορ, δημοσιογράφο και συγγραφέα, «κανείς δεν γνωρίζει τους συγκεκριμένους ποταμούς, αλλά κάτι συνέβη στο συλλογικό υποσυνείδητο, μια έκρηξη θυμού απέναντι στα ολιγοπώλια, απέναντι στην υποταγή του κράτους στα εμπορικά συμφέροντα, απέναντι στο μεγάλο κεφάλαιο, που κάνει ό,τι θέλει. Επίσης, η αντίληψη ότι η νότια Χιλή είναι αμόλυντη έπαιξε τον ρόλο της».
Η υπόθεση έφερε στο φως τη συγκέντρωση του ενεργειακού κλάδου μεταξύ τριών ομίλων, της Endesa-Enel (ιταλική), της Colb―n και της ASE Gener (χιλιανές), στις προσταγές των οποίων η κυβέρνηση υποτάσσεται. Ο κλάδος της ενέργειας, όμως, δεν αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση. Σύμφωνα με τον Αντρές Σολιμάνο, οικονομολόγο και επικεφαλής του Centro Internacional de Globalizacion y Desarollo (Ciglob), «η ιδιοκτησία είναι συγκεντρωμένη σε πολύ λίγα χέρια στον τραπεζικό τομέα, στο εμπόριο, στα ορυχεία, στα μέσα ενημέρωσης, όπου οι δύο μεγαλύτερες εφημερίδες, η “El Mercurio” και η “La Tercera”, ανήκουν σε δύο επιχειρηματικούς ομίλους. Για παράδειγμα, η οικογένεια Λούκσιτς εμφανίζεται στη λίστα Forbes με τις 500 μεγαλύτερες περιουσίες στον κόσμο και κατέχει την Τράπεζα της Χιλής, ορυχεία χαλκού, εταιρείες παραγωγής ενέργειας και ένα από τα μεγάλα τηλεοπτικά κανάλια. Οσο για τον πρόεδρο της δημοκρατίας, Σεμπαστιάν Πινιέρα, είναι και ο ίδιος δισεκατομμυριούχος». Για τον Χουάν Πάμπλο Ορέγο, συντονιστή του Συμβουλίου Υπεράσπισης της Παταγονίας, «η χώρα διευθύνεται από μια ολιγαρχία: από ελάχιστες οικογένειες με τεράστια περιουσία».
Το φοιτητικό κίνημα «συγκροτήθηκε στη βάση της αντίθεσης στα φράγματα» σημειώνει ο Ενρίκε Αλίστε, κοινωνιολόγος στο Πανεπιστήμιο της Χιλής. «Στις διαδηλώσεις, συναντούσαμε πολλούς τέτοιους νέους». Μετά, οι φοιτητές βάζουν στο στόχαστρο το πολύ υψηλό κόστος σπουδών και τον ιδιωτικό χαρακτήρα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Γιατί, στη Χιλή, η εκπαίδευση είναι η ακριβότερη στον κόσμο, μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες, και σχεδόν απόλυτα ιδιωτικοποιημένη. «Οι πόροι των πανεπιστημίων δεν προέρχονται από το κράτος παρά σε ποσοστό 15%, έναντι 80% και 90% κατά τη δεκαετία του 1970» εξηγεί ο Σολιμάνο. «Τα πανεπιστήμια λειτουργούν σαν επιχειρήσεις: επιδιώκουν να βγάλουν κέρδη. Ενας νόμος του 1981 τους το απαγορεύει, αλλά τον παρέκαμψαν με την ίδρυση θυγατρικών, οι οποίες επιτρέπουν στα πανεπιστήμια να ενοικιάσουν στον εαυτό τους τα ίδια τους τα κτήρια σε υψηλές τιμές». Ετσι, τα πανεπιστήμια δεν εμφανίζουν κέρδη, τα καρπώνονται, όμως, οι θυγατρικές τους.
Αποτέλεσμα; Οι φοιτητές πληρώνουν 1 με 2 εκατομμύρια πέσος τον χρόνο (1.500 έως 3.000 ευρώ), σε μια χώρα όπου το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) είναι τρεις και πλέον φορές χαμηλότερο από ό,τι στη Γαλλία. Ο Μουνιός, για παράδειγμα, καταβάλλει 1,7 εκατομμύρια πέσος για τα δίδακτρα μιας χρονιάς. «Το 70% των φοιτητών αποκτούν χρέη για να πληρώσουν τις σπουδές τους» διαβεβαιώνει ο Μουνιός. Η Τζίνα Γκαγιάρδο, η οποία ζει σε λαϊκή συνοικία, στα προάστια του Σαντιάγο, και της οποίας ο σύζυγος είναι βιομηχανικός σχεδιαστής, εξηγεί: «Ο γιος μου σπουδάζει μουσική, έχει ήδη χρέη αρκετών εκατομμυρίων πέσος. Η κόρη μου είναι στο δεύτερο έτος, σπουδάζει σχέδιο. Ο,τι βγάζουμε, πέσο-πέσο, τα δίνουμε στο πανεπιστήμιο».
Ο ΧΑΛΚΟΣ
Η διαμαρτυρία υπερβαίνει κατά πολύ τις οικονομικές διεκδικήσεις. «Το αίτημα για δωρεάν και δημόσια πανεπιστήμια αποτελεί αλλαγή πολιτιστικού υποδείγματος» αναλύει ο Σολιμάνο. «Πριν, το ελεύθερο παιχνίδι των δυνάμεων της αγοράς ήταν συνδεδεμένο με την ευημερία. Αρχίζει να αμφισβητείται η ανάγκη να πληρώνει κανείς για τις κοινωνικές υπηρεσίες, όπως και ο έλεγχος των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων στα μέσα ενημέρωσης ή ακόμα η συγκέντρωση του πλούτου. Στην πραγματικότητα, οι φοιτητές αποτελούν την εμπροσθοφυλακή μιας γενικής διαμαρτυρίας απέναντι σε έναν ελιτίστικο καπιταλισμό, ο οποίος εξάγει έσοδα από κάθε είδους δραστηριότητα: τη στέγαση, τις σπουδές, τα φάρμακα, τις τράπεζες κ.λπ.».
Και αυτό, γιατί η ιδιωτικοποίηση της οικονομίας είναι γενικευμένη, με την ανώτατη εκπαίδευση, την παραγωγή ενέργειας, το σύστημα υγείας, τις συντάξεις, τη διαχείριση των υδάτων, μεγάλο μέρος της παραγωγής χαλκού, να έχουν ιδιωτικοποιηθεί κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Αουγούστο Πινοτσέτ (1973-1990) και, σε κάποιες περιπτώσεις, και αργότερα.
Βέβαια, η Χιλή γνωρίζει μια ευημερία που στηρίζεται στην ισχυρή οικονομική ανάπτυξη. «Μέσα στην υπανάπτυξή της, η χώρα είναι πλούσια» συνοψίζει ο Σορ. «Δεν είναι χρεωμένη. Το προσδόκιμο ζωής έχει αυξηθεί, η παιδική θνησιμότητα είναι χαμηλή. Αλλά, για το 80% των ανθρώπων, η κατάσταση παραμένει πολύ δύσκολη. Οι προσδοκίες έχουν αυξηθεί ταχύτερα από την υλική ικανοποίηση και τα νοικοκυριά έχουν τεράστια χρέη». Επιπλέον, είκοσι χρόνια μακροοικονομικής ευημερίας οδήγησαν σε μια πολύ άνιση κατανομή πλούτου, η οποία γίνεται όλο και λιγότερο ανεκτή. Ο δείκτης Gini, που μετράει τις ανισότητες, βρίσκεται στο 0,54, έναντι μέσου όρου 0,38 στις χώρες του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), του οποίου η Χιλή έγινε μέλος το 2010 (2).
Αλλά και οι οικονομικές επιλογές αποτελούν, πλέον, αντικείμενο συζήτησης. Η οικονομία στηρίζεται στην εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, με πρώτο τον χαλκό. Η Χιλή είναι η μεγαλύτερη παραγωγός χαλκού στον κόσμο και η παραγωγή του κλάδου εξαρτάται κατά τα τρία τέταρτα από ιδιωτικές εταιρείες, πολλές από τις οποίες είναι ξένες και στέλνουν τα κέρδη τους στο εξωτερικό. Κι όμως, ο εξορυκτικός κλάδος διατηρεί τα προνόμιά του. Ετσι, ο αδελφός του σημερινού προέδρου, ο Χοσέ Πινιέρα, υπουργός Εργασίας επί δικτατορίας, είχε επεξεργαστεί, τη δεκαετία του 1980, ειδικό οργανικό συνταγματικό νόμο για τα ορυχεία. Ο νόμος, που ισχύει ακόμη, προβλέπει ότι, σε περίπτωση εθνικοποίησης, ο ιδιώτης επενδυτής πρέπει να αποζημιωθεί με την «παρούσα αξία» του συνόλου των εσόδων που θα συσσωρεύονταν από την εκμετάλλευση του ορυκτού κοιτάσματος μέχρι την εξάντλησή του -ποσό απαγορευτικό. «Κατά κάποιον τρόπο», διαπιστώνει ο οικονομολόγος Μαρσέλ Κλάουδε, «ο νόμος θεωρεί ότι ο χαλκός ανήκει στην εταιρεία που τον εκμεταλλεύεται, όχι στη Χιλή». Το 1992, φορολογικός νόμος έδωσε και άλλα προνόμια στις εταιρείες εξόρυξης, με σκοπό την προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Τα προνόμια ήταν τέτοια ώστε, «μεταξύ 1993 και 2003, οι ξένες εταιρείες δεν πλήρωσαν ούτε ένα δολάριο φόρο για τα κέρδη τους» συμπληρώνει ο Κλάουδε. «Μετά το 2003, η άνοδος των τιμών του χαλκού τις οδήγησε στην καταβολή κάποιων φόρων. Αλλά, ενώ η Codelco, η κρατική εταιρεία εξόρυξης χαλκού, αντιπροσωπεύει το 27% της παραγωγής, καταβάλλει 6,8 δισεκατομμύρια δολάρια φόρο, δηλαδή πολύ περισσότερα από τα 5,5 δισεκατομμύρια που πληρώνουν οι ξένες εταιρείες εξόρυξης, οι οποίες ελέγχουν το 73% της παραγωγής». Επιπλέον, η περιβαλλοντική νομοθεσία είναι πολύ χαλαρή, γι’ αυτό και τα απόβλητα και τα υπολείμματα της εξόρυξης προκαλούν σημαντικά προβλήματα μόλυνσης.
Ετσι, μέσω της εκπαίδευσης, ο λαός αμφισβητεί το οικονομικό σύστημα της Χιλής. Και, στην πορεία του, το κίνημα παρασύρει και το πολιτικό σύστημα. «Πράγματι», διευκρινίζει ο Σορ, «όταν οι φοιτητές ζήτησαν δωρεάν εκπαίδευση, το κράτος τους είπε ότι δεν υπάρχουν αρκετά χρήματα. Οι φοιτητές απάντησαν ότι έπρεπε να αυξηθούν οι φόροι. Αλλά η κυβέρνηση υπερασπίστηκε τη θέση της, δηλώνοντας ότι το Σύνταγμα δεν το επέτρεπε. “Ε, τότε, ας γράψουμε ένα καινούριο Σύνταγμα!” κατέληξαν οι φοιτητές».
Το Σύνταγμα που επιβλήθηκε το 1980, επί δικτατορίας, δεν καταργήθηκε το 1990, όταν ανέβηκαν στην εξουσία οι κυβερνήσεις του «Συντονισμού», οι οποίες συσπείρωναν σε μια κεντροαριστερή συμμαχία χριστιανοδημοκράτες, σοσιαλιστές και σοσιαλδημοκράτες. Το Σύνταγμα είναι γραμμένο με τέτοιον τρόπο, που εμποδίζει οποιονδήποτε ουσιαστικό μετασχηματισμό της πολιτικής και οικονομικής κληρονομιάς της εποχής Πινοτσέτ.
Η ΧΟΥΝΤΑ
Από τη μία πλευρά, οι ειδικοί οργανικοί νόμοι χρειάζονται κοινοβουλευτική πλειοψηφία τεσσάρων εβδόμων για να τροποποιηθούν ή να καταργηθούν. Από την άλλη πλευρά, το εκλογικό σύστημα που ορίζει το Σύνταγμα για την ανάδειξη του κοινοβουλίου είναι μια περίπλοκη διεδρική κατασκευή, η οποία, σε κάθε εκλογική περιφέρεια, επιτρέπει στον επικεφαλής του συνδυασμού του δεύτερου κόμματος να εκλεγεί, ακόμη κι αν οι δύο πρώτοι υποψήφιοι του πλειοψηφούντος συνδυασμού τον έχουν ξεπεράσει ο καθένας σε ψήφους. Ο μηχανισμός αυτός, που επινοήθηκε για να εγγυηθεί την κοινοβουλευτική κυριαρχία των δεξιών κομμάτων μετά τη δικτατορία, υποχρέωσε τους σχηματισμούς του «Συντονισμού» να ενωθούν παρά τις διαφορετικές οπτικές τους.
«Η πολιτιστική πλειοψηφία είναι ισχυρότερη από την πολιτική» επισημαίνει ο Μάρκο Ενρίκες-Ομινάμι, ο αριστερής προέλευσης υποψήφιος-έκπληξη που έλαβε το 20% των ψήφων στις προεδρικές εκλογές του 2009. «Αλλά το εκλογικό σύστημα είναι μπλοκαρισμένο. Για να προχωρήσει κανείς σε πραγματικές αλλαγές, πρέπει να έχει το 80%. Ο Πινοτσέτ έκανε καλή δουλειά…» Ο Γκίντο Χιράρδι, πρόεδρος της Γερουσίας, ο οποίος πρόσκειται στην αριστερή πτέρυγα του «Συντονισμού», εξηγεί: «Ο Συντονισμός είναι σαν, για παράδειγμα στη Γερμανία, Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες να ήταν υποχρεωμένοι να βρίσκονται σε μόνιμη συμμαχία. Πολλά από τα μέλη του υιοθετούν τον νεοφιλελευθερισμό. Κάτι τέτοιο οδηγεί στην ακινησία και δεν μπορεί να δοθεί διέξοδος στις κρίσεις».
Ετσι, από το 1990, ο «Συντονισμός» συνέχισε την οικονομική πολιτική της χούντας. Ολα συνέβησαν σαν, προκειμένου να διασφαλιστεί η μετάβαση και να αποφευχθεί ο παραμικρός πειρασμός επιστροφής των στρατιωτικών, οι κυβερνήσεις να απέσπασαν την πολιτική φιλελευθεροποίηση με τίμημα τη διατήρηση των προνομίων των κυρίαρχων οικονομικών συμφερόντων. «Η Χιλή υπήρξε το εργαστήριο του νεοφιλελευθερισμού» παραδέχεται ο Χιράρδι. «Η Αριστερά, όπως παντού, αλλά ακόμη περισσότερο εδώ, προσαρμόστηκε».
Σε κάθε περίπτωση, το πολιτικό σύστημα χάνει σταδιακά τη νομιμοποίησή του, όπως δείχνει το όλο και μεγαλύτερο ποσοστό αποχής: η εκλογική συμμετοχή δεν ξεπερνάει το 62%, έναντι 95% το 1990 (3).
Η κατάσταση αυτή καθιστά δύσκολη τη συνέχεια για το κοινωνικό κίνημα, το οποίο δεν βρίσκει πολιτική εκπροσώπηση στα αιτήματά του για αλλαγή. Αλλά μέχρι πού θέλει να φτάσει το κίνημα; Η γενική απεργία στις 24 και 25 Αυγούστου δεν είχε την προσδοκώμενη επιτυχία. Ωστόσο, οι διαδηλώσεις, που ήταν ξανά μαζικές, βρέθηκαν αντιμέτωπες με την καταστολή της αστυνομίας, η οποία σκότωσε με σφαίρα έναν νέο 16 χρόνων, τον Μανουέλ Γκουτιέρες. Η κατακραυγή που προκάλεσε η συγκεκριμένη πράξη είχε ως αποτέλεσμα την αποπομπή του στρατηγού Σέρχιο Γκαχάρδο, υπεύθυνου της αστυνομίας στο Σαντιάγο, ο οποίος είχε καλύψει τη δολοφονία. Μετά από το δράμα αυτό (και το αεροπορικό δυστύχημα στις 2 Σεπτεμβρίου), το κοινωνικό κίνημα προσπαθούσε, στα μέσα Σεπτεμβρίου, να ξαναβρεί τη δυναμική του.
Σύμφωνα με τον Ενρίκες Ομινάμι, «οι άνθρωποι στους δρόμους είναι πολίτες, αλλά είναι και καταναλωτές. Δεν επιδιώκουν τη ρήξη». Ετσι, ελλείψει πολιτικού κόμματος ικανού να φέρει τα λαϊκά αιτήματα στη θεσμική σκηνή και να επιβάλει τη μεταρρύθμιση του Συντάγματος, η Χιλή βρίσκεται μετέωρη. «Η κατάσταση δεν έχει επιστροφή, η πόρτα άνοιξε» εκτιμά ο Χιράρδι. «Εάν τα πράγματα δεν αλλάξουν σήμερα, θα αλλάξουν αύριο. Πρόκειται για την έκφραση ενός ευρύτερου, βαθύτερου φαινομένου, το οποίο εξελίσσεται σε πλανητική κλίμακα: ζούμε μια βαθιά κρίση του νεοφιλελευθερισμού, του ακραίου ατομικισμού, της αγοράς».
(1) Βλ. Victor de la Fuente, «En finir vraiment avec l’ere Pinochet», La valise diplomatique; 24 aout 2011, www.monde-diplomatique.fr
(2) Ο δείκτης Τζίνι (Gini coefficient) μετράει τον βαθμό ανισοκατανομής των εισοδημάτων για έναν δεδομένο πληθυσμό. Κυμαίνεται μεταξύ 0 και 1, με το 0 να αντιστοιχεί στην απόλυτη ισότητα και το 1 στην πιο ακραία ανισότητα.
(3) Juan Jorge Faundes, «Democracia representativa», Punto Final, Σαντιάγο, Χιλή, Σεπτέμβριος 2011.
Πηγή: enet.gr

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

1η Μάη -Δεν είναι αργία ,είναι απεργία. Οι αγώνες δεν μπαίνουν σε καραντίνα

Μπετόβεν: Άνθρωπος , συνθέτης και επαναστατης (Μέρος Α)

Η καταστροφή που μας απειλεί και πώς πρέπει να την καταπολεμήσουμε